έκθυσις

έκθυσις
(I)
ἔκθυσις, η (Α)
βλ. έκθυση.
————————
(II)
ἔκθυσις, η (Α)
εξιλαστήρια θυσία, εξαγνιστική τελετή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔκθυσις — atonement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθύσεις — ἔκθυσις atonement fem nom/voc pl (attic epic) ἔκθυσις atonement fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθυσιν — ἔκθυσις atonement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθυση — η (Α ἔκθυσις) εμφάνιση εξανθημάτων στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • σεπτήρια — Γιορτή που γινόταν στην αρχαιότητα στους Δελφούς κάθε 9 χρόνια, σε ανάμνηση του αγώνα μεταξύ Πύθωνα και Απόλλωνα. Έφτιαχναν αρχικά ένα ομοίωμα της καλύβας του Πύθωνα, έπειτα ακολουθούσε μια απομίμηση της μονομαχίας Πύθωνα Απόλλωνα, και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • ἐκθύσεως — ἐκθύσεω̆ς , ἔκθυσις atonement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”